- λεπτόγαιος
- λεπτόγειος, ος, ο[ν] неплодородный (о местности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτόγειος — ο (Α λεπτόγειος, ον) βλ. λεπτόγαιος … Dictionary of Greek
λεπτόγεως — ων (Α λεπτόγεως, ων) βλ. λεπτόγαιος … Dictionary of Greek
ԹԵԹԵՒԱՀՈՂ — ( ) NBH 1 0804 Chronological Sequence: 6c ա. λεπτόγεω, λεπτόγαιος cujus solum tenue est Ուր խորութիւն հողոյն է սակաւ. *Զթեթեւահողն եւ զերէզն եւ զանպտղաբեր երկիրն ոռոգանիցէ. Փիլ. այլաբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)